- φωτοβίας
- φωτο-βίας [pron. full] [ῐ], ου, ὁ,A powerful by light, PMag.Par.1.598.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φωτοβίας — ὁ, Α ο παντοδύναμος μέσω τού φωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + βίας (< βία), πρβλ. παμ βίας] … Dictionary of Greek
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek